- εὐαπόλυτος
- εὐαπόλυτοςeasy to be separated frommasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ευαπόλυτος — εὐαπόλυτος, ον (Α) 1. αυτός που χωρίζεται εύκολα από κάτι («εὐαπόλυτος οὖσα ὀστέων», Ιπποκρ.) 2. αυτός που ξεριζώνεται εύκολα 3. (για πρόβλημα ή απορία) αυτός που λύνεται εύκολα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + απο λύω (πρβλ. αν απόλυτος, δυσ απόλυτος)] … Dictionary of Greek
εὐαπολυτώτερον — εὐαπόλυτος easy to be separated from masc acc comp sg εὐαπόλυτος easy to be separated from neut nom/voc/acc comp sg εὐαπόλυτος easy to be separated from adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐαπόλυτον — εὐαπόλυτος easy to be separated from masc/fem acc sg εὐαπόλυτος easy to be separated from neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐαπόλυτα — εὐαπόλυτος easy to be separated from neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)